ρουφράκτης

ρουφράκτης
ο, Ν
υδατοφράκτης ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρους (Ι) + φράκτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στο Λεξικόν Στρατιωτικών Όρων τού Α.θ. Ηπίτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”